διδάσκω

διδάσκω
διδάσκω impf. ἐδίδασκον; fut. διδάξω; 1 aor. ἐδίδαξα; pf. 3 sg. δεδίδαχεν Pr 30:3. Pass.: aor. ἐδιδάχθην; pf. 1 pl. δεδιδάγμεθα (Just.), ptc. δεδιδαγμένος LXX (Hom.+)
to tell someone what to do, tell, instruct ἐποίησαν ὡς ἐδιδάχθησαν they did as they were told Mt 28:15.
to provide instruction in a formal or informal setting, teach
abs. Mt 4:23; Mk 1:21; J 7:14; 1 Cor 4:17; 1 Ti 4:11; 6:2; IEph 15:1; Pol 2:3. Of the activity of the Christian διδάσκαλοι Hv 3, 5, 1. W. κηρύσσειν Mt 11:1.
w. acc. of pers. (SIG 593, 15; PLond I, 43, 6 [II B.C.] p. 48 παιδάρια) Hb 8:11 (Jer 38:34); Mt 5:2; Mk 9:31; Lk 4:31; J 7:35 al.; Col 3:16 w. νουθετεῖν; Israel B 5:8.
w. acc. of thing (X., Cyr. 1, 6, 20; SIG 578, 34 τὰ μουσικά; Jos., Ant. 9, 4; Did., Gen. 58, 4 al.) Mt 15:9 (Is 29:13); 22:16; Ac 18:11, 25; φόβον θεοῦ B 19:5 (cp. Ps 33:12); τὸν περὶ ἀληθείας λόγον Pol 3:2; cp. Papias (2:3); AcPl Ha 8, 8 τὸν λόγον τοῦ θεοῦ; Ac 15:35 (w. εὐαγγελίζεσθαι).—AcPl Ox 6, 14; AcPl Ha 6, 12 (Herm. Wr. 1, 29 τ. λόγους διδάσκων, πῶς σωθήσονται); τ. εὐαγγέλιον MPol 4; ταῦτα 1 Ti 4:11 (w. παραγγέλλειν); so also 6:2 (w. παρακαλεῖν). Cp. AcPl Cor 1:9.
w. acc. of pers. and thing teach someone someth. (X., Mem. 1, 2, 10, Cyr. 1, 6, 28; Sallust. 3 p. 12; SIG 450, 5f δ. τοὺς παῖδας … τὸν ὕμνον; Philo, Rer. Div. Her. 39; Jos., Ant. 8, 395) ὑμᾶς διδάξει πάντα he will instruct you in everything J 14:26.—Mk 4:2; Ac 21:21; Hb 5:12. Pass. διδάσκομαί τι (Solon 22, 7 Diehl3; OGI 383, 165 διδασκόμενοι τὰς τέχνας; Philo, Mut. Nom. 5) Gal 1:12. παραδόσεις ἃς ἐδιδάχθητε traditions in which you have been instructed 2 Th 2:15.—Also τινὰ περί τινος (OGI 484, 5; PStras 41, 8; Jos., Ant. 2, 254) 1J 2:27.
w. dat. of pers. (Plut., Marcell. 304 [12, 4]; Aesop, Fab. 210c, 8f v.l. Ch.) and inf. foll. ἐδίδασκεν τῷ Βαλὰκ βαλεῖν Rv 2:14.
w. acc. of pers. and inf. foll. (SIG 662, 12 δ. τοὺς παῖδας ᾂδειν; Philo, Omn. Prob. Lib. 144; Aesop 260 H.=149, 6 P.=H-H. 154, III, 8) Mt 28:20; Lk 11:1; Pol 4:1. W. ὅτι instead of inf. (Diod S 11, 12, 5; 18, 10, 3; Aelian, VH 3, 16; Philo, Mut. Nom. 18, Fuga 55) 1 Cor 11:14; also recitative ὅτι Mk 8:31 and Ac 15:1.—GBjörck, ΗΝ ΔΙΔΑΣΚΩΝ, D. periphrastischen Konstruktionen im Griechischen ’40.—B. 1222f.—DELG. M-M. TW. Sv.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διδάσκω — διδάσκω, δίδαξα βλ. πίν. 25 Σημειώσεις: διδάσκω : εύχρηστη η λόγια μτχ. ενεστώτα (ο διδάσκων, η διδάσκουσα) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διδάσκω — instruct pres subj act 1st sg διδάσκω instruct pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδάσκω — και διδάχνω (AM διδάσκω, Μ και διδάχνω) 1. μαθαίνω σε κάποιον κάτι, μεταδίδω γνώσεις («εδίδασκε τα ελληνικά γράμματα», «τὸν διδάσκει τοὺς δεσμοὺς ἐκεῑνος τῆς ἀγάπης», «σε... ἱπποσύνας ἐδίδαξαν», «μέ δίδαξε η ζωή», «πολλὰ διδάσκει μ ὁ πολὺς… …   Dictionary of Greek

  • διδάσκω — δίδαξα, διδάχτηκα, διδαγμένος, μεταδίδω γνώσεις σε μαθητές, εκπαιδεύω, είμαι δάσκαλος: Διδάσκει το μάθημα της ηθικής στη φιλοσοφική σχολή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεδιδαγμένα — διδάσκω instruct perf part mp neut nom/voc/acc pl δεδιδαγμένᾱ , διδάσκω instruct perf part mp fem nom/voc/acc dual δεδιδαγμένᾱ , διδάσκω instruct perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδάξουσι — διδάσκω instruct aor subj act 3rd pl (epic) διδάσκω instruct fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διδάσκω instruct fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδάξουσιν — διδάσκω instruct aor subj act 3rd pl (epic) διδάσκω instruct fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διδάσκω instruct fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδάξω — διδάσκω instruct aor subj act 1st sg διδάσκω instruct fut ind act 1st sg διδάσκω instruct aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδάσκεσθε — διδάσκω instruct pres imperat mp 2nd pl διδάσκω instruct pres ind mp 2nd pl διδάσκω instruct imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδάσκετε — διδάσκω instruct pres imperat act 2nd pl διδάσκω instruct pres ind act 2nd pl διδάσκω instruct imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδάσκῃ — διδάσκω instruct pres subj mp 2nd sg διδάσκω instruct pres ind mp 2nd sg διδάσκω instruct pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”